- Ἀφαρέως
- Ἀφαρέω̆ς , Ἀφαρεύςmasc gen sgἈφαρεύςmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφαρέως — ἀφαρέω̆ς , ἀφαρεύς belly fin of female tunny masc gen sg ἀφαρεύς belly fin of female tunny masc nom sg (epic ionic) ἀφαρής without adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυνδάρεος — και αττ. τ. Τυνδάρεως, εω, και έου και εος, ο, ΝΑ 1. μυθ. γιος τού Οιβάλλου και τής Γοργοφόνης ή τής Βάτειας, αδελφός τού Ικαρίου, τού Ιπποκόωντος, τού Αφαρέως, τού Λευκίππου και τής Αρήνης, θνητός σύζυγος τής Λήδας και πατέρας τής Ελένης, τής… … Dictionary of Greek